- υποποτίζω
- Α [ποτίζω]δίνω σε κάποιον να πιει λίγο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποποτίσαι — ὑποποτίζω give to drink a little aor inf act ὑποποτίσαῑ , ὑποποτίζω give to drink a little aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποπιπίσκω — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὑποποτίζω»*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πιπίσκω «δίνω σε κάποιον να πιει»] … Dictionary of Greek